(ἀκούειν Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγελαστί — ἀγελαστί επίρρ. (Α) [αγέλαστος] χωρίς γέλια, αγέλαστα … Dictionary of Greek
ἀγελαστί — without laughter indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)